- τερλίκι
- το(λ. τουρκ.), κοντή κάλτσα ή παντόφλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τερλίκι — το / τερλίκιν, ΝΜ χαμηλό υπόδημα σε σχήμα κάλτσας από χοντρό ύφασμα, ιδίως τσόχα, για άνδρες και γυναίκες νεοελλ. κοντή κάλτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. terlik] … Dictionary of Greek
târlic — TÂRLÍC s. (Transilv. şi Maram.) topancă. (Purta târlici în picioare.) Trimis de siveco, 05.08.2004. Sursa: Sinonime târlíc s. m., pl. târlíci Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic TÂRLÍ//C târlicci m. mai ales la pl.… … Dicționar Român